ρεαλισμός
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
Greek Monolingual
ο Ν
1. (καλ. τέχν. -λογοτ.) η ακριβής, λεπτομερής, πραγματική και μη εξωραϊσμένη αναπαράσταση της φύσης, της ζωής και της κοινωνίας, χωρίς εξιδανίκευση ή ωραιοποίησή της
2. (φιλοσ.) η αντίληψη σύμφωνα με την οποία τα αντικείμενα της κατ' αίσθηση αντίληψης ή της γνώσης, γενικά, είναι πραγματικά, έχουν αυτόνομη και ανεξάρτητη ύπαρξη από το υποκείμενο ή τον νου που τα νοεί
3. τρόπος σκέψης ή ενέργειας που δεν βασίζεται στο συναίσθημα ή σε άλλους παράγοντες, αλλά μόνο στην πραγματικότητα, στα πραγματικά δεδομένα
4. φρ. «σοσιαλιστικός ρεαλισμός» — λογοτεχνική τεχνοτροπία που διαμορφώθηκε στη Σοβιετική Ένωση μετά το 1932 με βάση τις δημιουργίες του Μαξίμ Γκόρκι και τα θεωρητικά έργα του Μαρξ, Ένγκελς, Πλεχάνοφ και Λένιν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. realism < υστερολατ. realis «πραγματικός» (< λατ. res «πράγμα») + κατάλ. -ism (βλ. -ισμός)].