ροδάνι

From LSJ
Revision as of 12:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583

Greek Monolingual

το, Ν
1. εργαλείο με το οποίο τυλίγεται το νήμα της ανέμης στα μασούρια
2. φρ. «η γλώσσα της πάει ροδάνι» — είναι πάρα πολύ φλύαρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥοδάνη «στριμμένη κλωστή, υφάδι», με αλλαγή γένους, κατά τα καλάμι, μασούρι].