Σάμιος
From LSJ
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de Samos ; ὁ Σάμιος habitant de Samos, Samien ; ἡ Σαμία (γῆ) territoire de Samos.
Étymologie: Σάμος.
Greek Monolingual
-α, -ο / Σάμιος, -ία, -ον, ΝΜΑ Σάμος
1. ο κάτοικος της Σάμου ή αυτός που προέρχεται από την Σάμο
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Σάμο, σαμιακός
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. ἡ Σαμία
(ενν. γῆ) η νήσος Σάμος
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ Σάμιος
προσωνυμία του Ποσειδώνος σε πόλη της Τριφιλίας
3. φρ. «Σάμιος ἀστήρ» — είδος αργίλου με θεραπευτικές ιδιότητες.