σκάλισμα
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
Greek Monolingual
το, Ν σκαλίζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σκαλίζω, καλλιεργητική εργασία απαραίτητη κατά το στάδιο ανάπτυξης τών καλλιεργούμενων φυτών, με την οποία καταστρέφονται τα ζιζάνια, ο μεγαλύτερος εχθρός τους, και συγχρόνως αναμοχλεύεται το έδαφος και σπάζει η κρούστα του, με αποτέλεσμα τον καλύτερο αερισμό του και τη διευκόλυνση διείσδυσης του νερού καθώς και τη θέρμανσή του
2. εγχάραξη κοιλωμάτων ή παραστάσεων πάνω σε μαρμάρινη, ξύλινη ή μεταλλική επιφάνεια με χαρακτικό εργαλείο, χαρακτική, λάξευση
3. μτφ. α) λεπτομερειακή και επίμονη έρευνα
β) αναμόχλευση.