Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σμυρτιά

From LSJ
Revision as of 12:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δειναὶ γὰρ αἱ γυναῖκες εὑρίσκειν τέχνας → Multum struendas mulier ad fraudes valet → Intrigen zu ersinnen ist die Frau geschickt

Menander, Monostichoi, 130

Greek Monolingual

και σμερτιά, η, Ν
κοινή ονομασία του φυτού Μyrtus communis του γένους μύρτος, η μυρτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρτιά με προθετικό -σ- (πρβλ. σκόνη: κόνις), από τη συνεκφορά του άρθρου με το όν. στον τ. της γεν. της μυρτιάς. Ο τ. σμερτιά με τροπή του / i / σε / e / πριν από το -ρ- (πρβλ. μυρσίνη: μερσίνη, σίδηρος: σίδερο)].