στράβωμα
From LSJ
οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand
οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand
το, Ν στραβώνω
1. το να γίνει στραβό, κυρτό κάτι, στρέβλωση, κύρτωση («το σίδερο θέλει κι άλλο στράβωμα»)
2. μετατόπιση από την ευθεία, το να γίνει κάτι λοξό
3. τύφλωση, απώλεια της όρασης.