συλλογικός
Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → Root of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πολλά πρόσωπα ή πράγματα, ομαδικός (α. «συλλογική προσπάθεια» β. «συλλογικό διάβημα»)
2. αυτός που είναι σχετικός με ομάδα, με σύλλογο
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα συλλο(γ)ικά
ο νους, το λογικό, το μυαλό («έχασε τα συλλογικά της»)
4. φρ. α) «συλλογικές διαφορές» — διαφορές μεταξύ ενώσεων εργοδοτών και ενώσεων εργαζομένων για τους όρους και τις συνθήκες εργασίας και το ύψος της αμοιβής τών μισθωτών
β) «συλλογική σύμβαση εργασίας» — έγγραφη σύμβαση μεταξύ μιας ή περισσότερων οργανώσεων εργαζομένων και μιας ή περισσότερων εργοδοτικών οργανώσεων με την οποία καθορίζεται το ελάχιστο πλαίσιο τών όρων, οι οποίοι πρέπει να τηρούνται στις επιμέρους συμβάσεις εργασίας
γ) «συλλογική ευθύνη» — ευθύνη που αποδίδεται όχι σε συγκεκριμένα άτομα αλλά σε ομάδα ή ομάδες ανθρώπων
δ) «συλλογική συμπεριφορά» — μορφή ομαδικής συμπεριφοράς που εμφανίζεται σε απροσδιόριστες και συγκινησιακές καταστάσεις
ε) «συλλογικό όργανο» — διοικητικό όργανο του οποίου οι αποφάσεις λαμβάνονται από κοινού από όλα τα μέλη του, καθένα από τα οποία φέρει ίση προσωπική ευθύνη για τη δράση του οργάνου και για τα αποτελέσματά της
στ) «συλλογικό πρότυπο»
(πυρην.) πυρηνικό πρότυπο, με το οποίο επιχειρείται η περιγραφή της δομής τών ατομικών πυρήνων, αλλ. ενοποιημένο πρότυπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύλλογος. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1859 στον Ε. Α. Σίμο].