συμβολισμός

From LSJ
Revision as of 12:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
1. η χρησιμοποίηση συμβόλων για την έκφραση μιας ιδέας
2. (φιλοσ.) σύστημα συμβόλων που αποσκοπεί στην ερμηνεία γεγονότων ή στην έκφραση ιδεών
3. λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό κίνημα που εμφανίστηκε στη Γαλλία στα τέλη του 19ου αιώνα και διαδόθηκε σε ολόκληρη την Ευρώπη και στην Αμερική, επηρεάζοντας τις εικαστικές τέχνες και το θέατρο του 20ού αιώνα, κίνημα που είχε την αφετηρία του στη θεώρηση του κόσμου ως ενός συνόλου από σύμβολα, τών οποίων το βαθύτερο νόημα καλείται να ερμηνεύσει ο λογοτέχνης και ο καλλιτέχνης με τη διαίσθηση του
4. (ψυχολ.) η ασυνείδητη διαδικασία μετατόπισης ορισμένων συγκινησιακών αξιών από ένα αντικείμενο σε άλλο κατά τέτοιο τρόπο ώστε να επιτυγχάνεται μια μεταμφιεσμένη ικανοποίηση τών καταπιεσμένων επιθυμιών
5. (λαογρ.) το σύνολο απλών ενεργειών οι οποίες υποδηλώνουν πράγματα πολύ πιο σημαντικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. symbolisme (< σύμβολο + -ισμός). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Δ. Ι. Ιασονίδη].