τέγη
From LSJ
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
English (LSJ)
ἡ,
A = στέγη, τέγος, D.C.39.61 (τέγναις codd.), Hsch. 2 = τέγος 111, Vett.Val.121.32.
German (Pape)
[Seite 1079] ἡ, = στέγη, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
τέγη: ἡ, = στέγη, τέγος, Δίων Κ. 39. 61· «τέγη· στέγη, οἴκημα· Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἡ, Α
1. στέγη
2. πορνείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στεγ- του στέγω (< ΙΕ ρίζα steg-) + κατάλ. -η χωρίς αρκτικό σ- (πρβλ. και στέγη)].