συνεταιρισμός

From LSJ
Revision as of 12:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
1. ένωση που έχει ως σκοπό την οικονομική, ηθική και κοινωνική πρόοδο των συνεταίρων και στηρίζεται στην αρχή της ισονομίας και της συνεργασίας των μελών της (α. «παραγωγικός συνεταιρισμός» β. «καταναλωτικός συνεταιρισμός» γ. «οικοδομικός συνεταιρισμός»)
2. φρ. α) «γεωργικός συνεταιρισμός»
(νομ.) ιδιότυπη εταιρεία που αποτελείται από πρόσωπα ασχολούμενα κατά κύριο ή δευτερεύον επάγγελμα με τη γεωργία, έχει μεταβλητό κεφάλαιο και αριθμό μελών και αποσκοπεί, με την ισότιμη συνεργασία και αμοιβαία βοήθεια τών συνεταίρων, στην εξυπηρέτηση και προαγωγή οικονομικών συμφερόντων τους
β) «πιστωτικός συνεταιρισμός» — συνεταιρισμός ο οποίος σχηματίζεται από ομάδα ανθρώπων με κοινό σκοπό την εξεύρεση και παροχή πιστώσεων στα μέλη του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεταιρίζομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Κ. Παπαρρηγόπουλο].

Greek Monolingual

ο, Ν
1. ένωση που έχει ως σκοπό την οικονομική, ηθική και κοινωνική πρόοδο των συνεταίρων και στηρίζεται στην αρχή της ισονομίας και της συνεργασίας των μελών της (α. «παραγωγικός συνεταιρισμός» β. «καταναλωτικός συνεταιρισμός» γ. «οικοδομικός συνεταιρισμός»)
2. φρ. α) «γεωργικός συνεταιρισμός»
(νομ.) ιδιότυπη εταιρεία που αποτελείται από πρόσωπα ασχολούμενα κατά κύριο ή δευτερεύον επάγγελμα με τη γεωργία, έχει μεταβλητό κεφάλαιο και αριθμό μελών και αποσκοπεί, με την ισότιμη συνεργασία και αμοιβαία βοήθεια τών συνεταίρων, στην εξυπηρέτηση και προαγωγή οικονομικών συμφερόντων τους
β) «πιστωτικός συνεταιρισμός» — συνεταιρισμός ο οποίος σχηματίζεται από ομάδα ανθρώπων με κοινό σκοπό την εξεύρεση και παροχή πιστώσεων στα μέλη του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεταιρίζομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Κ. Παπαρρηγόπουλο].