τορύνω

From LSJ
Revision as of 12:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τορῡνω Medium diacritics: τορύνω Low diacritics: τορύνω Capitals: ΤΟΡΥΝΩ
Transliteration A: torýnō Transliteration B: torynō Transliteration C: toryno Beta Code: toru/nw

English (LSJ)

   A stir up or about, Ar.Eq.1172.    II = insculpo, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1130] umrühren, zerrühren, Ar. Equ. 1172.

Greek (Liddell-Scott)

τορύνω: [ῡ], ἀναταράσσω, ἀνακατώνω διὰ τορύνης, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1172.

French (Bailly abrégé)

remuer et écraser à l’aide d’une τορύνη.

Greek Monolingual

Α
1. ανακατεύω με την κουτάλα
2. εγχαράσσω, τορνεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για υποχωρητ. παρ. της λ. τορύνη (Ι). Κατ' άλλη, όμως, άποψη, η λ. τορύνη προήλθε από το ρ. τορύνω.