τυφλώψ

From LSJ
Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)

Γέρων γενόμενος μὴ γάμει νεωτέραν → Ne ducas iuniorem, si fueris senex → Wenn du gealtert, nimm dir keine junge Frau

Menander, Monostichoi, 110
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τυφλώψ Medium diacritics: τυφλώψ Low diacritics: τυφλώψ Capitals: ΤΥΦΛΩΨ
Transliteration A: typhlṓps Transliteration B: typhlōps Transliteration C: tyflops Beta Code: tuflw/y

English (LSJ)

ῶπος, ὁ, ἡ, (ὤψ)

   A blind-eyed, blind, v. τυφλίνης.

Greek (Liddell-Scott)

τυφλώψ: -ῶπος, ὁ, ἡ, (ὢψ) ὁ τυφλὸς τοὺς ὦπας, τυφλὸς τοὺς ὀφθαλμούς, τυφλός, καὶ ἔτι που τυφλῶπες ἀπήμαντοι φορέονται, «τυφλῶπες, οἱ καλούμενοι τυφλῖνοι· οἳ καὶ πατούμενοι ἠρεμοῦσιν» (Σχόλ.), Νικ. Θηρ. 492, ἴδε ἐν λέξ. τυφλίνης.

Greek Monolingual

ο, / τυφλώψ, -ῶπος, ο, ΝΑ, και τυφλώψ, ἡ, Α
ο τυφλίνος
νεοελλ.
γένος οφιδίων, τυπικός εκπρόσωπος της οικογένειας τυφλωπίδες, στο οποίο ανήκει και ο τυφλίνος
αρχ.
1. τυφλός
2. αυτός που δίνει την εντύπωση τυφλού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυφλός + -ώψ (βλ. λ. ὄπωπα), πρβλ. στρογγυλ-ώψ].