σφαγείο
Καὶ μὴν ὑπεραποθνῄσκειν γε μόνοι ἐθέλουσιν οἱ ἐρῶντες, οὐ μόνον ὅτι ἄνδρες, ἀλλὰ καὶ αἱ γυναῖκες. → After all, it is only those in love who are actually willing to die for another — not just men, but women as well. (Plato, Symposium 179b)
Greek Monolingual
το / σφαγεῑον, ΝΑ, και σφαγειό Ν σφαγή
νεοελλ.
1. (στον εν. και στον πληθ.) στεγασμένος χώρος στον οποίο σφάζονται και προετοιμάζονται κατάλληλα τα ζώα που προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο
2. μτφ. α) ομαδική σφαγή ή, γενικά, εξόντωση ανθρώπου
β) κατάστημα του οποίου τα προϊόντα έχουν πολύ υψηλές τιμές
γ) χαρτοπαικτική συγκέντρωση όπου ορισμένοι χαρτοπαίκτες κλέβουν τους άλλους
δ) παράνομος οίκος ανοχής στον οποίο παρασύρονται νεαρά κορίτσια ή παντρεμένες γυναίκες
ε) βιομηχανικά σφαγεία»
(τροφ. τεχνολ.) σφαγεία που αποτελούν βιομηχανικό συγκρότημα με εγκαταστάσεις ψύξης και κατάψυξης του κρέατος, τμήμα τεμαχισμού και τυποποίησης του κρέατος, αλλαντοποιείο-κονσερβοποιείο και εγκαταστάσεις επεξεργασίας τών παραπροϊόντων τών σφαγείων
στ) «υγειονομικό σφαγείο»
(τροφ. τεχνολ.) ιδιαίτερος χώρος του σφαγείου με δικό του εξοπλισμό στον οποίο σφάζονται τα άρρωστα ή τα ύποπτα ασθένειας ζώα
αρχ.
αγγείο στο οποίο τοποθετούσαν το αίμα ζώων που είχαν θυσιαστεί.