συσσωμάτωση

From LSJ
Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down, I no longer have the strength to hold up alone the weight of grief that pushes against me, I no longer have the strength to counterbalance alone the weight of grief that acts as counterweight, I have no longer strength to balance alone the counterpoising weight of sorrow

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. η συνένωση σε μία μάζα πολλών και μικρών τεμαχιδίων από μία ή περισσότερες ύλες
2. (υφαντ.) κατασκευή πανιού από μη υφάνσιμες ίνες, οι οποίες αναμιγνύονται με συνδετικό υλικό και συμπιέζονται, ώστε να παραχθεί ένα λεπτό φύλλο
3. μτφ. στενή συνεργασία ανθρώπων με κοινή ιδεολογία για κοινό σκοπό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συσσωματώνω. Η λ., στον λόγιο τ. συσσωμάτωσις, μαρτυρείται από το 1822 στα Έγγραφα Ελληνικής Κυβερνήσεως].