φελί
From LSJ
Ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.
Ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.
και παλ. τ. φελλί, το, Ν
1. πλατύ και επίμηκες τεμάχιο ψωμιού, μεγάλου καρπού ή και αντικειμένου, φέτα
2. σκελίδα μανταρινιού ή πορτοκαλιού
3. ορθογώνιο ή ρομβοειδές τεμάχιο εδέσματος ή γλυκίσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφέλλι-ον «μικρή μάζα, σφαιρίδιο», με σίγηση του αρκτικού ο-].