ἀβουλέω

From LSJ
Revision as of 17:07, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

πολιτεύω πόλεμον ἐκ πολέμου → make perpetual war the principle of government

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀβουλέω Medium diacritics: ἀβουλέω Low diacritics: αβουλέω Capitals: ΑΒΟΥΛΕΩ
Transliteration A: abouléō Transliteration B: abouleō Transliteration C: avouleo Beta Code: a)boule/w

English (LSJ)

   A to be unwilling, Pl.R.437c: c.acc. inf., Id.Ep.347a:—c. acc., dislike, object to, D.C.55.9.    II not to will, οὐ γὰρ -ῶν ἐνεργεῖ without willing, Plot 6.8.13, cf. ib.21.

German (Pape)

[Seite 4] (vgl. ἄβουλος, VLL. μὴ βούλεσθαι u. μὴ βουλεύεσθαι), nicht wollen, Plat. Rep. IV, 437 c; neben μὴ ἐθέλειν, sequ. acc. c. inf Ep. 7, 347 a; Dem. Ep. 2 u. Sp.; ἀβουλήσας τὰ δεδογμένα D. Cass. 55, 9.

French (Bailly abrégé)

ῶ;
ne vouloir pas ; désapprouver.
Étymologie: ἄβουλος.

Spanish (DGE)

1 no querer abs. τὸ ἀβουλεῖν καὶ μὴ ἐθέλειν Pl.R.437c, οὐ γὰρ ἀβουλῶν ἐνεργεῖ no actúa sin poner voluntad Plot.6.8.13
c. inf. ἀβουλῶν ἐμὲ ἐκπλεῖν no queriendo que yo me marche Pl.Ep.347a, cf. D.Ep.2.17.
2 desaprobar τὰ δεδογμένα D.C.55.9.8.

Greek Monotonic

ἀβουλέω: (α- στερητικό, βούλομαι), είμαι απρόθυμος, δεν έχω θέληση, σε Πλάτ. (Το ἀβουλέω αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα ότι το α- στερητικό δεν μπορεί να συντεθεί άμεσα με ρήματα, βλ. α- I).