τριακάς

From LSJ
Revision as of 19:16, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίονOnus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt

Menander, Monostichoi, 450
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐᾱκάς Medium diacritics: τριακάς Low diacritics: τριακάς Capitals: ΤΡΙΑΚΑΣ
Transliteration A: triakás Transliteration B: triakas Transliteration C: triakas Beta Code: triaka/s

English (LSJ)

Ep. and Ion. τρῐηκάς, άδος, ἡ, (τρεῖς, τρία)

   A the number thirty, ἐς τριακάδας δέκα ναῶν A.Pers.339.    II the thirtieth day of the month. Hes.Op.766, IG12.845.2, 7.2712.69 (Acraeph.), PCair.Zen.150.8 (iii B. C.), Dsc.Eup.1.146, Hippiatr.97; τ. ἡ πικρή (when school fees were due) Herod.3.9; first used by Thales, acc. to D.L.1.24. At Athens the τριακάδες were dedicated to the memory of the dead, Harp., Poll.1.66, etc.; offerings were made to Hecate, Ath.7.325a, etc.; ἡ τῶν τ. ἀνιέρωσις Tab.Defix.99.12; ἐπαρᾶσθαι ταῖς τριακάσιν SIG286.13 (Milet., iv B. C.); of a festival in the cult of Zeus Panamaros, ib.900.36 (iv A. D.).    2 a month, containing 30 days, Luc.Luct.16, Rh.Pr.9.    III at Athens, a religious association of thirty persons, fraction of the deme, IG22.1214.18, cf. Poll.8.111.    2 at Sparta, either = 30 families (1/10 of an oba), or = 10 families (1/30 of an oba), or simply a company of thirty, Hdt. 1.65.

Greek (Liddell-Scott)

τριᾱκάς: Ἐπικ. καὶ Ἰων. τριηκάς, άδος, ἡ συνῃρ. ἀντὶ τοῦ ἀχρήστου τριακοντάς· (τρεῖς, τρία). - ὁ ἀριθμὸς τριάκοντα, ἐς τριακάδας δέκα ναῶν Αἰσχύλ. Πέρσ. 339. ΙΙ ἡ τριακοστὴ ἡμέρα τοῦ μηνός, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 764, Συλλ. Ἐπιγρ. 1625. 90· πρῶτον ἐν χρήσει παρὰ τῷ Θάλητι κατὰ τὸν Διογ. Λ. 1. 24. Ἐν Ἀθήναις αἱ τριακάδες ἦσαν καθιερωμέναι εἰς ἀνάμνησιν τῶν νεκρῶν, ὡς τὸ παρὰ Ρωμαίοις novemdialia, Ἁρποκρ., Πολυδ. Α΄, 66, κλπ.· προσεφέροντο δὲ θυσίαι τῇ Ἑκάτῃ, Ἀθήν. 325Α, κλπ.· ἡ τῶν τρ. καθιέρωσις Συλλ. Ἐπιγρ. 1304. 2) μὴν περιέχων 30 ἡμέρας, Λουκ. π. Πένθους 16, Ρητόρ. Διδάσκ. 9. ΙΙΙ. ἐν Ἀθήναις, πολιτικὴ διαίρεσις ἑκάστης φυλῆς περιέχουσα τριάκοντα οἰκογενείας, = γένος, Συλλ. Ἐπιγρ. 101. 18, Πολυδ. Η΄, 111, Böckh P. E. 1. 47. 2) ἐν Σπάρτῃ, Ἡρόδ. 1. 65, περιεῖχεν ἢ 30 οἰκογενείας (1/10 τῆς ὠβῆς), ἢ 10 οἰκογενείας (1/30 τῆς ὠβῆς), Müller Δωρ. 3.5. § 6.

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
1 le nombre trente ; trentaine ; particul. réunion de trente jours, un mois;
2 la trentième partie, particul. le trentième jour du mois;
3 à Sparte réunion de trente familles.
Étymologie: cf. τριάκοντα.

Greek Monolingual

-άδος, ἡ, ΜΑ, και επικ. και ιων. τ. τριηκάς και, κατά τον Ησύχ., τριάξ Α
(συνηρ. τ. αντί τριακοντάς) ο αριθμός τριάντα
αρχ.
1. η τριακοστή μέρα κάθε μήνα
2. μήνας που περιέχει τριάντα μέρες
3. (στην Αθήνα) καθένα από τα τριάντα γένη κάθε φυλής
4. (στη Σπάρτη) το ένα δέκατο ή το ένα τριακοστό της ωβής, είδους φρατρίας, το οποίο αποτελούνταν από δέκα ή τριάντα οικογένειες
5. στον πληθ. αἱ τριακάδες
(στην Αθήνα) ημέρες αφιερωμένες στη μνήμη τών νεκρών κατά τις οποίες προσφέρονταν θυσίες στην Εκάτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα, συντμ. τ. αντί τριακοντάς].

Greek Monotonic

τριᾱκάς: Ιων. τριηκάς, -άδος, ἡ, συνηρ. αντί άχρηστου τριακοντὰς (τρεῖς, τρία
I. ο αριθμός τριάντα, σε Αισχύλ.
II. η τριακοστή ημέρα του μήνα, σε Ησίοδ.· απ' όπου, ο μήνας που περιέχει τριάντα ημέρες, σε Λουκ.
III. πολιτική διαίρεση κάθε φυλής που είχε τριάντα οικογένειες.