ληϊστήρ
From LSJ
τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A v. λῃστήρ.
German (Pape)
[Seite 39] ῆρος, ὁ, der Beutemacher, Plünderer, Räuber, wie λῃστής, Od. 3, 72 u. öfter; auch sp. D.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
qui fait du butin, pillard.
Étymologie: ληΐζομαι.
Greek Monolingual
ληϊστήρ, -ῆρος, ὁ (Α) βλ. ληστήρ.
Greek Monotonic
ληϊστήρ: -ῆρος, ὁ, Επικ. τύπος του λῃστής, κλέφτης, ιδίως, πειρατής, κουρσάρος, σε Ομήρ. Οδ.