μοιχεία

From LSJ
Revision as of 20:12, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μοιχεία Medium diacritics: μοιχεία Low diacritics: μοιχεία Capitals: ΜΟΙΧΕΙΑ
Transliteration A: moicheía Transliteration B: moicheia Transliteration C: moicheia Beta Code: moixei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A adultery, And.4.10, Lys. 1.36, Pl.R.443a (pl.); μοιχείας γραφαί Phot., Suid. s.v. πέμπτῃ φθίνοντος.

German (Pape)

[Seite 198] ἡ, Ehebruch; Andoc. 4, 10; im plur., Plat. Rep. IV, 443 a; Sp., wie Luc., oft.

Greek (Liddell-Scott)

μοιχεία: ἡ, ἡ πρᾶξις τοῦ μοιχεύειν ἢ μοιχεύεσθαι, Ἀνδοκ. 30. 17, Λυσ. 95. 13, Πλάτ. Πολ. 443Α· μοιχείας γραφαὶ Μένανδρ. ἐν «Χαλκίδι» 1.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
crime d’adultère.
Étymologie: μοιχός.

English (Strong)

from μοιχεύω; adultery: adultery.

English (Thayer)

μοιχειας, ἡ (μοιχεύω), adultery: plural (Winer s Grammar, § 27,3; Buttmann, § 123,2): Andocides (405 B.C.>), Lysias), Plato, Aeschines, Lucian, others.)

Greek Monolingual

η (ΑΜ μοιχεία) μοιχεύω
1. η παράβαση της συζυγικής πίστης, συζυγική απιστία, εξωσυζυγική σχέση.

Greek Monotonic

μοιχεία: ἡ, μοιχεία, ερωτική σχέση εκτός γάμου, σε Πλάτ.