προκηρυκεύομαι

From LSJ
Revision as of 20:16, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκηρῡκεύομαι Medium diacritics: προκηρυκεύομαι Low diacritics: προκηρυκεύομαι Capitals: ΠΡΟΚΗΡΥΚΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: prokērykeúomai Transliteration B: prokērykeuomai Transliteration C: prokirykeyomai Beta Code: prokhrukeu/omai

English (LSJ)

   A have proclaimed by herald, give public notice, Is.Fr.162.    2 negotiate by herald, περὶ σπονδῶν And.3.3; πρός τινας Aeschin.2.172.

German (Pape)

[Seite 730] dep. med., durch den Herold ausrufen od. verkündigen lassen, Isae. bei Poll. 4, 94; περὶ σπονδῶν, Unterhandlungen anknüpfen, Andoc. 3, 3; πρός τινα, Aesch. 2, 172; D. Cass. oft.

Greek (Liddell-Scott)

προκηρῡκεύομαι: ἀποθ., προκηρύσσω διὰ κήρυκος, δημοσίᾳ ἀναγγέλλω, Ἰσαῖ. παρὰ Πολυδ. Δ΄, 94· διὰ κήρυκος διαπραγματεύομαι, περί τινος Ἀνδοκ. 23. 45· πρός τινα Αἰσχίν. 51. 14.

French (Bailly abrégé)

faire annoncer par un héraut.
Étymologie: πρό, κηρυκεύω.

Greek Monolingual

Α
1. κοινοποιώ, γνωστοποιώ δημόσια διά μέσου κήρυκα
2. διαπραγματεύομαι διά μέσου κήρυκα («προκηρυκεύεσθαι περὶ σπονδῶν», Ανδοκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κηρυκεύω «γνωστοποιώ, διακηρύσσω»].

Greek Monotonic

προκηρῡκεύομαι: αποθ., προκηρύσσω με κήρυκα, σε Αισχίν.