διατεκμαίρομαι
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
only aor. 1 -τεκμηράμην,
A mark out, assign, ἔργα ἀνθρώποισι Hes.Op.398, cf. D.P.1172; mark, trace out, A.R.4.284; determine, γενέθλην Μοῖραι δ. Man.6.750.
German (Pape)
[Seite 606] bestimmen u. vertheilen; ἔργα τινί, Hes. O. 400; D. Per. 1172, durch Sternerscheinungen.
Greek (Liddell-Scott)
διατεκμαίρομαι: ἀποθ., διὰ σημείων δεικνύω, προσδιορίζω, Λατ. designare, ἔργα Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 396, Διον. Π. 1172.
French (Bailly abrégé)
faire connaître par des indices ou des signes, désigner.
Étymologie: διά, τεκμαίρω.
Spanish (DGE)
1 asignar, fijar, determinar, disponer frec. c. suj. de dioses ἔργα ... ἀνθρώποισι θεοί Hes.Op.398, cf. D.P.1172, Orac.Sib.8.437, ἐμὴν γενέθλην Μοῖραι Man.6.750, cf. Hsch.
2 señalar, marcar, trazar Ἴστρον ... ἑκάς en un mapa, A.R.4.284, cf. Gr.Naz.M.37.564.
Greek Monolingual
διατεκμαίρομαι (Α)
1. προσδιορίζω, κατανέμω («ἔργα, τά τ' ἀνθρώποισι θεοὶ διετεκμήραντο», Ησίοδ.)
2. καθορίζω, σημειώνω
3. προκαθορίζω, αποφασίζω.
Greek Monotonic
διατεκμαίρομαι: αποθ., αποδεικνύω, τεκμαίρομαι με αποδείξεις, Λατ. designare, σε Ησίοδ.