κάθεξις
ἔργον δὲ καλὸν οὔτε θεῖον οὔτ ̓ ἀνθρώπειον χωρὶς ἐμοῦ γίγνεται → there is no fine work of man or god without me
English (LSJ)
εως, ἡ, (κατέχω)
A holding, retention, τῆς ἀρχῆς Th.3.47; ἐν μνήμῃ καὶ καθέξει Plu.2.968c; possession, Plot.6.1.23. 2 holding in, restraining, τοῦ πνεύματος Arist.Somn.Vig.456a16; [θυμοῦ] Id.EE 1223b20. 3 retentive power, of the bladder, Aret.CA1.4.
German (Pape)
[Seite 1283] ἡ, das Zurückhalten, Behaupten; τῆς ἀρχῆς Thuc. 3, 47; τοῦ πνεύματος, das Anhalten des Athems, Arist. de somn. 2 E.; τῶν ἐπιθυμιῶν Plut. Num. 3.
Greek (Liddell-Scott)
κάθεξις: -εως, ἡ, (κατέχω) κατοχή, κράτησις, τῆς ἀρχῆς Θουκ. 3. 47· ἐν μνήμῃ καὶ καθέξει Πλούτ. 2. 968C. 2) τὸ κρατεῖν τι ἐντός, περιορισμός, ἀναχαίτισις, τοῦ πνεύματος Ἀριστ. π. Ὕπν. 2, 17· τοῦ θυμοῦ, τῆς ἐπιθυμίας ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Εὐδ. 2. 7, 8.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de retenir, de conserver.
Étymologie: κατέχω.
Greek Monotonic
κάθεξις: -εως, ἡ (κατέχω), κατοχή, συγκράτηση, σε Θουκ.