ἀπαιτίζω

From LSJ
Revision as of 21:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαιτίζω Medium diacritics: ἀπαιτίζω Low diacritics: απαιτίζω Capitals: ΑΠΑΙΤΙΖΩ
Transliteration A: apaitízō Transliteration B: apaitizō Transliteration C: apaitizo Beta Code: a)paiti/zw

English (LSJ)

   A = ἀπαιτέω, demand back, of things forcibly taken away, χρήματα Od.2.78, cf. Call.Fr.178; simply, demand, τινά τι Nonn.D.42.382, cf. Opp.H.5.443.

German (Pape)

[Seite 275] = ἀπαιτέω, zurückfordern, unrechtmäßig entzogenes Gut, Od. 2, 78.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαιτίζω: μέλλ. -ίσω = ἀπαιτέω, ζητῶ ὀπίσω, ἰδίως ἐπὶ πραγμάτων διὰ τῆς βίας ἀφαιρεθέντων, χρήματα Ὀδ. Β. 78· πρβλ. Καλλ. Ἀποσπ. 178, Νόνν. Δ. 42. 382.

French (Bailly abrégé)

c. ἀπαιτέω.

English (Autenrieth)

reclaim, Od. 2.78†.

Spanish (DGE)

exigir la devolución de χρήματα Od.2.78, ἑὴν εὐεργέα λάκτιν Call.Fr.286
pedir, reclamar ποινήν Nonn.D.29.316
c. ac. de pers. y de cosa ποινὴν ἀπρήκτου φιλότητος ἀπαιτίζουσι γυναῖκας Nonn.D.42.382.

Greek Monolingual

ἀπαιτίζω (Α)
απαιτώ, ζητώ να μου επιστραφεί κάτι που μου πήραν με τη βία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)- + αιτίζω, επικ. τ. του αιτώ].

Greek Monotonic

ἀπαιτίζω: μόνον στη μτχ. ενεστ., = ἀπαιτέω, απαιτώ να μου επιστραφεί κάτι, χρήματα, σε Ομήρ. Οδ.