ἀρυστήρ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
English (LSJ)
[ᾰ], ῆρος, ὁ,
A = ἀρυτήρ, Alc.Supp.4.9, Semon.25, Hp.Genit. 9, Inscr.Cos42b, IG11.154A66, 161 C63 (Delos, iii B.C.): dat. pl. ἀρυστήρεσσι Call.Aet.1.1.17: name of a liquid measure, Hdt.2.168.
German (Pape)
[Seite 364] ion. = ἀρυτήρ, Her. 2, 168; Simon. Ath. X, 424 c.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρυστήρ: ῆρος, ὁ, = ἀρυτήρ, Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 28· μέτρον ὑγρῶν, οἴνου τέσσερες ἀρυστῆρες Ἡρόδ. 2. 168.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
sorte de cuiller.
Étymologie: ἀρύω.
Spanish (DGE)
-ῆρος, ὁ
• Alolema(s): lesb. ἀρύστηρ Alc.58.9
• Prosodia: [ᾱ-]
• Morfología: [dat. plu. ἀρυστήρεσσι Call.Fr.178.17]
1 cazo, cacillo para sacar y beber vino, copa ν ἀρύστηρ' ἐς κέραμον μέγαν Alc.l.c., ἀ. τρυγός Semon.23, cf. IC 42b5, IG 11(2).154A.66 (Delos III a.C.), Call.l.c., Poll.6.19, Hsch., εἴ τις σίκυον ... θείη ἐς ἀρυστῆρα si alguien mete un pepino en un cacillo Hp.Genit.9.
2 medida para líquidos οἴνου τέσσερες ἀρυστῆρες Hdt.2.168.
Greek Monolingual
ἀρυστήρ, ο (Α) αρύω
αγγείο για μέτρηση υγρών.