ἐξορθόω
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
English (LSJ)
A set upright, τὸ πεσόν Pl.Lg.862c. 2 metaph., set right, correct, τὸν σὸν ἐξόρθου πότμον S.Ant.83; διεφθαρμένας περιόδους Pl.Ti.90d; ἤν τι μὴ καλῶς ἔχῃ, γνώμαισιν ὑστέραισιν ἐξορθούμεθα E.Supp.1083, cf. 1086.
German (Pape)
[Seite 887] gerade aufrichten, emporrichten; τὸ πεσόν Plat. Legg. IX, 862 c; herstellen, verbessern, πότμον Soph. Ant. 83; τὰς διεφθαρμένας περιόδους Plat. Tim. 90 d. – Med. sich bessern, Eur. Suppl. 1083.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξορθόω: ἀνορθώνω, τὸ ποσὸν Πλάτ. Νόμοι 862C. 2) μεταφ., φυλάττω τι ὀρθόν, δὲν ἀφίνω νὰ πέςῃ ἢ νὰ κινδυνεύσῃ, ἐξασφαλίζω, μή μου προτάρβει· τὸν σὸν ἐξόρθου πότμον Σοφ. Ἀντ. 83· διορθῶ, Πλάτ. Τίμ. 90D· ἤν τι μὴ καλῶς ἔχῃ, γνώμαισιν ὑστέραισιν ἐξορθούμεθα Εὐρ. Ἱκ. 1083, πρβλ. 1087.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
relever, redresser, rétablir.
Étymologie: ἐξ, ὀρθόω.
Greek Monotonic
ἐξορθόω: μέλ. -ώσω, ανορθώνω· μεταφ., επανορθώνω, εξασφαλίζω, αποκαθιστώ, αναστηλώνω, παλινορθώ, επιδιορθώνω, σε Σοφ. — Παθ., σε Ευρ.