εὔκραιρος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
Ep. ἐϋκρ-, ον, also η, ον, (κραῖρα)
A with fine horns, esp. of oxen, βουσὶν ἐϋκραίρῃσιν h.Merc.209; εὐκραίρῳ βοΐ A.Supp.300. 2 of ships, with beautiful beak, Opp.H.2.516, Tryph.213.
German (Pape)
[Seite 1076] H. h. Merc. 209, βουσὶν ἐϋκραίρῃσιν, schön gehörnt, Aesch. Suppl. 296; ναῦς, wohlgeschnäbelt, Opp. H. 2, 516.
Greek (Liddell-Scott)
εὔκραιρος: Ἐπικ. ἐΰκραιρος, ον, ὡσαύτως, -α, -ον, (κραῖρα) ἔχων ὡραῖα κέρατα, εὔκερως. ἰδίως ἐπὶ βοῶν, βουσὶν ἐϋκραίρῃσιν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 209· εὐκραίρῳ βοῒ Αἰσχύλ. Ἱκ. 300. 2) ἐπὶ πλοίων, ἔχων ὡραῖον ἔμβολον, Ὀππ. Ἁλ. 2. 516.
French (Bailly abrégé)
épq. ἐΰκραιρος;
ος, ον :
aux belles cornes.
Étymologie: εὖ, κραῖρα.
Greek Monolingual
εὔκραιρος, -ον και εὐκραίρη, -ον, επικ. τ. ἐΰκραιρος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει ωραία κέρατα (α. «εὐκραίρῳ βοΐ», Αισχύλ.
β. «εὐκραίρῳ ἀμνῷ», Οππ.)
2. (για πλοίο) αυτός που έχει ωραίο έμβολο («εὔκραιρος ναῡς», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κραίρα «άκρον, κεφαλή», λ. συγγενής προς το κέρας.
Greek Monotonic
εὔκραιρος: Επικ. ἐΰκρ-, -η, -ον (κραῖρα), αυτός που έχει ωραία κέρατα, λέγεται για βόδια, σε Ομηρ. Ύμν.