Ἑρμαφρόδιτος

From LSJ
Revision as of 23:08, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

τέλος δεδωκώς Xθύλου, σoι χάριν φέρω → having given the end of Cthulhu, I confer a favor on you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἑρμαφρόδῑτος Medium diacritics: Ἑρμαφρόδιτος Low diacritics: Ερμαφρόδιτος Capitals: ΕΡΜΑΦΡΟΔΙΤΟΣ
Transliteration A: Hermaphróditos Transliteration B: Hermaphroditos Transliteration C: Ermafroditos Beta Code: *(ermafro/ditos

English (LSJ)

ὁ,

   A Hermaphrodite, or person partaking of the attributes of both sexes, so called from Hermaphroditus, son of Hermes and Aphrodite, D.S.4.6, Luc.DDeor.23.1, Ptol.Tetr.124, Gal.4.619.    2 as Adj., ἑ. πάθος Leonid. ap. Paul.Aeg.6.69.

Greek (Liddell-Scott)

Ἑρμαφρόδιτος: ὁ, πρόσωπον μετέχον τῶν ἰδιοτήτων ἀμφοτέρων τῶν γενῶν, καλούμενον οὕτως ἐκ τοῦ Ἑρμαφροδίτου, υἱοῦ τοῦ Ἑρμοῦ καὶ τῆς Ἀφροδίτης, Διόδ. 4. 6, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 23, Χριστοδ. Ἔκφρ. 202, κτλ.· περὶ ἀγαλμάτων Ἑρμαφροδίτου ὅρα ἐν λ. Ἑρμαθήνη.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
Hermaphroditos, fils d’Hermès et d’Aphrodite ; un hermaphrodite, être ayant les attributs des deux sexes.
Étymologie: Ἑρμῆς, Ἀφροδίτη.

Greek Monotonic

Ἑρμαφρόδῑτος: ὁ, ο Ερμαφρόδιτος, πρόσωπο που είχε ιδιότητες και των δύο φύλων, αρσενικοθήλυκος· το όνομά του το πήρε από τον Ερμαφρόδιτο, γιο του Ερμή και της Αφροδίτης, σε Λουκ.