καδίσκος

From LSJ
Revision as of 23:32, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καδίσκος Medium diacritics: καδίσκος Low diacritics: καδίσκος Capitals: ΚΑΔΙΣΚΟΣ
Transliteration A: kadískos Transliteration B: kadiskos Transliteration C: kadiskos Beta Code: kadi/skos

English (LSJ)

ὁ, Dim. of κάδος, Cratin.193, Stratt.22, BCH 35.286 (ii B.C.), Ph.2.89, Gal.11.555.    II voting-urn used in lawcourts, ὁ δὲ κ. . . ὁ μὲν ἀπολύων οὗτος, ὁ δ' ἀπολλὺς ὁδί Phryn.Com.32, cf. Ar.V.853, Lys.13.37, Lycurg.149; καδίσκων τεττάρων τεθέντων κατὰ τὸν νόμον (in a civil cause), D.43.10, cf. Is.11.21.

German (Pape)

[Seite 1279] ὁ, dasselbe, Stimmurne, εἰς ὃ ἐψηφοφόρουν οἱ δικασταί, VLL.; vgl. Schol. Ar. Vesp. 320. 981; oft bei den Rednern, Lys. 13, 37 Is. 11, 21; τοὺς καδίσκους τιθέναι Dem. 59, 90; Sp., τοὺς καδίσκους ἀνατρεπόντων ἢ τὰς ψήφους ἁρπαζόντων D. Hal. 10, 39.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰδίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ κάδος, Κρατῖνος ἐν «Πυτίνῃ» 16. ΙΙ. κάλπη: ἐν ἐγκληματικαῖς δίκαις ὑπῆρχον συνήθως δύο καδίσκοι, εἰς οὓς οἱ δικασταὶ ἔρριπτον τὰς ψήφους, εἰς τὴν μίαν τὰς καταδικαστικὰς καὶ εἰς τὴν ἄλλην τὰς μὴ τοιαύτας, ὁ καδίσκος δέ σοι ὁ μὲν ἀπολύων οὗτος, ὁ δ’ ἀπολλὺς ὁδὶ Φρύν. Κωμ. ἐν «Μούσαις» 2, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 853, Λυσίαν 133. 12, Λυκοῦργ. 169. 12, κτλ. (ἴδε ἐν λ. κημός)· - ἀλλ’ ἐν πολιτικαῖς ὑποθέσεσιν ὁσάκις ζήτημά τι ἔμελλε νὰ ἀποφασισθῇ ἐπιδεχόμενον πλείονας λύσεις τῶν δύο, ἐτοποθετεῖτο ἀνάλογος ἀριθμὸς καδίσκων, π. χ. τέσσαρες, Δημ. 1053. 3, πρβλ Schömann εἰς Ἰσαῖον περὶ τοῦ Ἁγνίου § 21· - πρβλ. κάδδιχος. - Καθ’ Ἡσύχ: «καδίσκοι· σιπύαι, εἰς ἃς τὰ ἱερὰ ἐτίθεσαν. καὶ τὰ ἀγγεῖα εἰς ἃ τὰς ψήφους ἔφερον».

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
petite urne pour le vote des juges dans les procès criminels.
Étymologie: dim. de κάδος.

Greek Monolingual

ο (Α καδίσκος) κάδος
μικρός κάδος
αρχ.
1. κάλπη στην οποία οι δικαστές έριχναν τις ψήφους τους (α. «ὁ δὲ καδίσκος... ὁ μὲν ἀπολύων οὗτος, ὁ δ' ἀπολλὺς ὁδί», Φρύν.
β. «καδίσκων τεττάρων τεθέντων κατὰ τὸν νόμον», Λυκούργ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «καδίσκοι
σιπύαι (δοχεία, λάρνακες, αγγεία), εἰς ἃς τὰ ἱερὰ ἐτίθεσαν
καὶ τὰ ἀγγεῑα εἰς ἃ τὰς ψήφους ἔφερον».

Greek Monotonic

κᾰδίσκος: ὁ, υποκορ. του κάδος, κάλπη ή ψηφοδόχος· υπήρχαν δύο, στις οποίες οι δικαστές έριχναν τις καταδικαστικές ή τις αθωωτικές αντίστοιχα ψήφους τους, σε Αριστοφ.