μορέω

From LSJ
Revision as of 00:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μορέω Medium diacritics: μορέω Low diacritics: μορέω Capitals: ΜΟΡΕΩ
Transliteration A: moréō Transliteration B: moreō Transliteration C: moreo Beta Code: more/w

English (LSJ)

(μόρος)

   A make with pain and toil, ὃν ἁπάτωρ . . μόρησε Dosiad. Ara8, cf. EM584.31 (sed leg. μόγησε) ; πυρὸς μεμορημένος αὐγαῖς, i. e. boiled over a fire, Nic.Al.229 (unless from μείρομαι (A), q. v.).

German (Pape)

[Seite 207] ist als Thema zu μεμόρηκα, Nic. Ther. 213, u. μεμόρημαι u. ä. angenommen worden, die unter μείρομαι nachzusehen sind, als praes. kommt das Wort nicht vor; E. M. führt auch μορῆσαι = κακοπαθῆσαι an; μόρησε = ἐπόνησε, Dosiad. ar. 2 (XV, 26).

Greek (Liddell-Scott)

μορέω: (μόρος) κάμνω τι μετὰ δυσκολίας καὶ μόχθου, ὃν ὡπάτωρ... μόρησε, ἐπόνησε, Ἀνθ. Π. 15. 26, 8· - περὶ τοῦ μεμόρημαι, ὅρα μείρομαι ΙΙΙ.

French (Bailly abrégé)

1-ῶ ; 3 sg. ao. poét. μόρησε ;
travailler, se fatiguer, souffrir, ANTH. 15.26.8.
Étymologie: μόρος¹.
2-ῶ ; pf. μεμόρηκα, pf. pass. μεμόρημαι ;
partager, NIC.
Étymologie: μόρα.

Greek Monotonic

μορέω: (μόρος), μέλ. -ήσω, κάνω κάτι με κόπο και μόχθο, σε Ανθ.