μονόκωλος
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
English (LSJ)
Ion.μουνό-, ον,
A with but one leg, of a fabulous race of men, Plin.HN7.23, Gell. 9.4. 2 with one stem, ἄπιος Thphr.CP2.15.5; φύλλον Id.HP9.18.8 (dub.). 3 of one story, οἰκήματα Hdt.1.179. 4 Subst., a bandage, for one limb, Sor.Fasc.57. 5 of periods, consisting of one clause, Arist.Rh.1409b17; also λόγος μ. Plu.2.7b, D.H.Dem.42; ὑπόθεσις Id.Th.6. 6 generally, of one kind, one-sided, ἔχει τὴν φύσιν μ., of nations, Arist.Pol.1327b35.
German (Pape)
[Seite 203] eingliederig, Pflanzen von einem Schuß, Theophr.; übertr. von der Rede, περίοδος, ein aus einem Gliede bestehender Satz, Rhett.; λόγος, Plut. de educ. lib. 9. Auch = von einer Art, einseitig, φύσις, Arist. pol. 7, 7. – Bei Her. 1, 179 ist μουνόκωλον οἴκημα ein aus einer Abtheilung od. einem Stockwerke bestehendes Gebäude.
Greek (Liddell-Scott)
μονόκωλος: Ἰων. μουν-, ον, ἐπὶ ὀρχηστῶν, ὁ ἱστάμενος ἐπὶ τοῦ ἑτέρου τῶν ποδῶν, Γέλλ. 9. 4, 9, Πλίν. 7. 2, 23. 2) ὁ ἐξ ἑνὸς κώλου, μέλους ἀποτελούμενος, μὴ ἔχων πολλὰ μέλη, ἄπιος Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 15, 5. 3) ἐπὶ οἰκοδομήματος, τὸ ἔχον ἓν μόνον πάτωμα, Ἡρόδ. 1. 179· πρβλ. κῶλον ΙΙ 1. 4) ἐπὶ περιόδων συνισταμένων ἐξ ἑνὸς μόνον κώλου, Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 5, Πλούτ. 2. 7C. 5) καθόλου, ὁ ενὸς εἴδους ὤν, μονομερής, ἔχει τὴν φύσιν μ., ἐπὶ ἐθνῶν, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 7, 4. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «μυρμήκων ὁδοί· αἱ μονόκωλοι τρίβοι». ― Ἐπίρρ. μονοκώλως, κατὰ τρόπον μονόκωλον, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 481D.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui n’a qu’un membre en parl. d’une période;
2 qui n’a qu’un étage.
Étymologie: μόνος, κῶλον.
Greek Monolingual
μονόκωλος, ιων. τ. μουνόκωλος, -ον (Α)
1. (για χορευτή) αυτός που χορεύει με το ένα πόδι
2. (για φυτό) αυτός που αποτελείται από έναν βλαστό
3. (για οικοδόμημα) αυτό που αποτελείται από έναν όροφο
4. (για περίοδο) αυτός που αποτελείται από ένα μόνο κώλο
5. (για λόγο) μονότονος, χωρίς ποικιλία
6. (για έθνος) αυτό που αποτελείται από ένα μόνο είδος
7. το αρσ. ως ουσ. ὁ μονόκωλος
επίδεσμος προορισμένος για ένα σκέλος.
επίρρ...
μονοκώλως (Α)
μονότονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -κωλος (< κῶλον)].
Greek Monotonic
μονόκωλος: -ον, Ιων. μουνο-, -ον (κῶλον), αυτός που έχει μόνο ένα πόδι· λέγεται για κτίρια, αυτό που έχει ένα μόνο πάτωμα, σε Ηρόδ.· λέγεται για περίοδο λόγου, αυτή που αποτελείται από μία μόνο πρόταση, σε Αριστ.· γενικά, αυτός που ανήκει σε ένα μόνο είδος, που έχει μία μόνο πλευρά, μονόπλευρος, στον ίδ.