πολλαχόσε
ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
English (LSJ)
Adv.
A towards many sides, into many parts or quarters, Th.2.47: c. gen., π. τῆς Ἀρκαδίας X.HG4.4.16.
German (Pape)
[Seite 658] nach vielen Orten, Seiten hin; ἄλλοσε πολλ. πλεύσαντες, Plat. Menex. 241 e; Thuc. 2, 47; Xen. u. A.
Greek (Liddell-Scott)
πολλᾰχόσε: ἐπίρρ. πρὸς πολλὰ μέρη, εἰς πολλοὺς τόπους, Θουκ. 2. 47· μετὰ γεν., π. τῆς Ἀρκαδίας, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 16.
French (Bailly abrégé)
adv.
dans plusieurs directions, en beaucoup d’endroits avec mouv.
Étymologie: *πολλαχός, -σε.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. σε πολλά μέρη ή σημεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πολλ(ο)- του πολύς + ουρανικό πρόσφυμα -αχ- + επιρρμ. κατάλ. -σε (πρβλ. παντ-αχ-όσε)].
Greek Monotonic
πολλᾰχόσε: επίρρ., προς πολλά μέρη, σε πολλά σημεία ή συνοικίες, σε Θουκ.· με γεν., πολλαχόσε τῆς Ἀρκαδίας, σε Ξεν.