πολλαχόσε

From LSJ
Revision as of 01:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολλᾰχόσε Medium diacritics: πολλαχόσε Low diacritics: πολλαχόσε Capitals: ΠΟΛΛΑΧΟΣΕ
Transliteration A: pollachóse Transliteration B: pollachose Transliteration C: pollachose Beta Code: pollaxo/se

English (LSJ)

Adv.

   A towards many sides, into many parts or quarters, Th.2.47: c. gen., π. τῆς Ἀρκαδίας X.HG4.4.16.

German (Pape)

[Seite 658] nach vielen Orten, Seiten hin; ἄλλοσε πολλ. πλεύσαντες, Plat. Menex. 241 e; Thuc. 2, 47; Xen. u. A.

Greek (Liddell-Scott)

πολλᾰχόσε: ἐπίρρ. πρὸς πολλὰ μέρη, εἰς πολλοὺς τόπους, Θουκ. 2. 47· μετὰ γεν., π. τῆς Ἀρκαδίας, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 16.

French (Bailly abrégé)

adv.
dans plusieurs directions, en beaucoup d’endroits avec mouv.
Étymologie: *πολλαχός, -σε.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. σε πολλά μέρη ή σημεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πολλ(ο)- του πολύς + ουρανικό πρόσφυμα -αχ- + επιρρμ. κατάλ. -σε (πρβλ. παντ-αχ-όσε)].

Greek Monotonic

πολλᾰχόσε: επίρρ., προς πολλά μέρη, σε πολλά σημεία ή συνοικίες, σε Θουκ.· με γεν., πολλαχόσε τῆς Ἀρκαδίας, σε Ξεν.