πλύσις
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
[ῠ], εως, ἡ,
A washing, Pl.R.429e, Str.10.1.6, Dsc.5.153, etc.
German (Pape)
[Seite 639] ἡ, das Waschen, Reinigen, Plat. Rep. IV, 429 e u. Sp., wie Plut.
Greek (Liddell-Scott)
πλύσις: [ῠ], εως, ἡ, τὸ πλύνειν, ὡς καὶ νῦν, Πλάτ. Πολ. 429Ε, Στράβ. 446, κτλ.· ― οὕτω πλυσμός, οῦ, ὁ, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
lessivage.
Étymologie: πλύνω.
Greek Monotonic
πλύσις: [ῠ], -εως, ἡ, πλύσιμο, σε Πλάτ.