πρόσπεινος
Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt
English (LSJ)
ον, (πεῖνα)
A hungry, Dem.Ophth. ap. Aët.7.33, Act.Ap. 10.10.
German (Pape)
[Seite 776] hungrig, N. T., Act. 10, 10.
Greek (Liddell-Scott)
πρόσπεινος: -ον, (πεῖνα) ὁ αἰσθανόμενος πεῖναν, ἀρχίζων νὰ πεινᾷ, Πράξ. Ἀποστ. ι´, 10.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
affamé.
Étymologie: πρός, πεῖνα.
English (Strong)
from πρός and the same as πεινάω; hungering further, i.e. intensely hungry: very hungry.
English (Thayer)
προσπεινον (πεινᾷ hunger (cf. πεινάω)), very (literally, besides, in accession (cf. πρός, IV:2; others (cf. R. V.) do not recognize any intensive force in πρός here)) hungry: Acts 10:10. Not found elsewhere.
Greek Monolingual
-ον, Α
πεινασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -πεινος (< πεῖνα), πρβλ. ἔκ-πεινος].
Greek Monotonic
πρόσπεινος: -ον (πεῖνα), πεινασμένος, πειναλέος, σε Καινή Διαθήκη