σπάργανον

From LSJ
Revision as of 01:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπάργᾰνον Medium diacritics: σπάργανον Low diacritics: σπάργανον Capitals: ΣΠΑΡΓΑΝΟΝ
Transliteration A: spárganon Transliteration B: sparganon Transliteration C: sparganon Beta Code: spa/rganon

English (LSJ)

τό, (σπάργω)

   A band for swathing infants, ib.151,306, Pi.N.1.38: mostly in pl., swaddling-clothes, h.Merc.237, Pi.P.4.114; παῖς ἔτ' ὢν ἐν σπαργάνοις A.Ch.755, cf. 529,759, Ag. 1606; εἰς σπάργανά μ' αὐτὸς ἔθηκεν Epigr.Gr.314.6 (Smyrna, iii A.D.); ἐκ πρώτων σπαργάνων. ab incunabulis, S.E.M.1.41; τὰ τῆς γεννήσεως εὐτελῆ σπάργανα. a mean origin, Hdn.7.1.2:—hence,    2 in Trag. and Com., objects left with an exposed child, the marks by which a person's true birth and family are identified (Lat. crepundia, monumenta), S.OT1035, Men.Pk.15, Donat. ad Ter.Eun.753; so prob. τούτου (sc. τοῦ Τηλέφου) δὸς . . μοι τὰ σ. Ar.Ach.431.    II a plant,= ὠκιμοειδές, f.l. for σπαργάνιον, Ps.-Dsc.4.28.

German (Pape)

[Seite 917] τό, Windel, für kleine Kinder; H. h. Merc. 151. 237; Pind. N. 1, 38 P. 4, 114; συνεξελαύνει τυτθὸν ὄντ' ἐν σπαργάνοις, Aesch. Ag. 1588, vgl. Ch. 522; παῖς ἔτ' ὢν ἐν σπαργάνοις, 744; Soph. O. R. 1035, ebenfalls im plur., wie Eur. immer; ἀπὸ νηπιότητος καὶ ἐκ πρώτων σπαργάνων, S. Emp. adv. math. 41; bei Ar. Ach. 406 = Lumpen.

Greek (Liddell-Scott)

σπάργανον: τό, (σπάργω) ταινία μακρὰ καὶ πλατεῖα ἐν ᾖ περιτυλίσσονται τὰ νήπια, «φασκιά», Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 151, 306, Πινδ. Ν. 1. 58· - τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., τὰ σπάργανα, Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 237, Πινδ. Π. 4. 202· παῖς ἔτ’ ὢν ἐν σπαργάνοις Αἰσχύλ. Χο. 755, πρβλ. 529, 759, Ἀγ. 1606· εἰς σπάργανά μ’ αὐτὸς ἔθηκεν Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 314. 6· ἐκ πρώτων σπαργάνων, ab incunaburis, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 41· τὰ τῆς γενέσεως εὐτελῆ σπάργανα, καταγωγὴ ταπεινή, Ἡρῳδιαν. 7. 1· - ἐντεῦθεν, 2) παρὰ τοῖς Τραγικ., πᾶν ὅ,τι ἀναμιμνήσκει τινὰ τὴν παιδικήν του ἡλικίαν, τὰ σημεῖα ἐξ ὧν φαίνεται καὶ ἐξακριβοῦται ἡ καταγωγή τινος καὶ οἰκογένεια, Λατ. monumenta, crepundia, πρβλ. Brunck εἰς Σοφ. Ο. Τ. 1035, Donat. Terent Eun. 4. 6, 15· ἴσως τῆς χρήσεως ταύτης γίνεται ὑπαινιγμὸς ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 431, τούτου (ἐξυπακ. τοῦ Τηλέφου) δὸς ... μοι τὰ σπάργανα. ΙΙ. φυτόν τι, = ὠκιμοειδές, ἴδε Διοσκ. 4. 28.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
lange pour les enfants.
Étymologie: DELG apparenté à σπεῖρα, σπάρτον.

English (Slater)

σπάργᾰνον
   1 swaddling clothesτοί μ' πέμπον σπαργάνοις ἐν πορφυρέοις” (P. 4.114) κροκωτὸν σπάργανον ἐγκατέβα (N. 1.38) μελέων ἄπο ποικίλον [σπά]ργανον ἔρριψεν (sc. Ἡρακλέης) Πα. 2. 12. ἐν ᾇ πρῶτον εὐνάσθην ἀγαπατὸς ὑπὸ σπαργάνοις fr. 193.

Greek Monotonic

σπάργᾰνον: τό (σπάργω), μακρύ και πλατύ ύφασμα στο οποίο τυλίγονται τα βρέφη, και στον πληθ. φασκιές, σε Ομηρ. Ύμν., Πίνδ.· παῖς ἔτ' ὢν ἐν σπαργάνοις, σε Αισχύλ.· τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα, τα σημάδια μέσω των οποίων ταυτοποιείται ένα πρόσωπο, Λατ. monumenta, crepundia, σε Σοφ., Αριστοφ.