φάμα

From LSJ
Revision as of 02:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον → Res pauper est odiosa, donans diviti → Ich hasse einen Armen, der demReichen gibt

Menander, Monostichoi, 360
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φάμα Medium diacritics: φάμα Low diacritics: φάμα Capitals: ΦΑΜΑ
Transliteration A: pháma Transliteration B: phama Transliteration C: fama Beta Code: fa/ma

English (LSJ)

ἡ, Dor. for φήμη.

German (Pape)

[Seite 1254] ἡ, dor. = φήμη.

Greek (Liddell-Scott)

φάμα: ἡ, Δωρ. ἀντὶ φήμη.

French (Bailly abrégé)

dor. c. φήμη.

English (Slater)

φᾱμα (-α, -αν, -ας, -αι.)
   a voice “Ὄρσο, τέκνον, δεῦρο πάγκοινον ἐς χώραν ἴμεν φάμας ὄπισθεν” (O. 6.63) κελαδέοντι μὲν ἀμφὶ Κινύραν πολλάκις φᾶμαι Κυπρίων (P. 2.16)
   b report ὁ δ' ὄλβιος, ὃν φᾶμαι κατέχωντ ἀγαθαί (O. 7.10) ἔνθα ποθ' Ἁρμονίαν [φ]άμα Κάδμον ὑψη[λαῖ]ς πραπίδες[σι λαχεῖν (Π̆{S}: φαμεν Π.) Δ. 2. 27. add. gen., ἐκ λεχέων ἀνάγει φάμαν παλαιὰν εὐκλέων ἔργων reputation (I. 4.22)

Greek Monolingual

ἡ, Α
(δωρ. τ.) βλ. φήμη.

Greek Monotonic

φάμα: Δωρ. αντί φήμη.