φυκιόεις

From LSJ
Revision as of 02:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῡκῐόεις Medium diacritics: φυκιόεις Low diacritics: φυκιόεις Capitals: ΦΥΚΙΟΕΙΣ
Transliteration A: phykióeis Transliteration B: phykioeis Transliteration C: fykioeis Beta Code: fukio/eis

English (LSJ)

εσσα, εν,

   A full of seaweed, weed-strewn, θίν' ἐν φυκιόεντι Il. 23.693; ἐπ' ἀϊόνος . . φυκιοέσσας Theoc.11.14, cf. 21.10.

German (Pape)

[Seite 1312] όεσσα, όεν, 1) voll Tang, Meergras, Il. 23, 692. – 2) geschminkt, gefärbt, Theocr. 21, 10.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
plein d’algues.
Étymologie: φυκίον.

Greek Monolingual

-εσσα, -εν, Α
καλυμμένος με φύκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φῦκος + κατάλ. -ι-όεις (βλ. λ. -όεις) αντί του αναμενόμενου φυκ-όεις για μετρικούς λόγους (πρβλ. τειχ-ιόεις: τεῖχος, τερμ-ιόεις: πιθ. τέρμα.

Greek Monotonic

φῡκῐόεις: -εσσα, -εν, αυτός που είναι γεμάτος φύκια, φυκώδης, σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ.