ὑπέρκοτος

From LSJ
Revision as of 06:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

τίς Ἑλλὰς ἢ βάρβαρος ἢ τῶν προπάροιθ' εὐγενετᾶν ἕτερος ἔτλα κακῶν τοσῶνδ' αἵματος ἁμερίου τοιάδ' ἄχεα φανεράwhat woman Greek or foreign or what other scion of ancient nobility has endured of mortal bloodshed's woes so many, such manifest pains

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέρκοτος Medium diacritics: ὑπέρκοτος Low diacritics: υπέρκοτος Capitals: ΥΠΕΡΚΟΤΟΣ
Transliteration A: hypérkotos Transliteration B: hyperkotos Transliteration C: yperkotos Beta Code: u(pe/rkotos

English (LSJ)

ον,

   A exceedingly angry, cruel, πάγαι A.Ag.822. Adv. -τως, ἐχθῆραι E.HF1086; cf. ὑπέρκοπος.

German (Pape)

[Seite 1198] überaus zornig, erzürnt; Aesch. Ag. 796; adv., 455, wie Eur. Herc. fur. 1087.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρκοτος: -ον, καθ’ ὑπερβολὴν ὠργισμένος, σκληρός, πάγαι (ἴδε ἐν λ. φράσσω) Αἰσχύλ. Ἀγ. 822. - Ἐπίρρ., ὑπερκότως ἐχθαίρειν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1037· πρβλ. ὑπέρκοπος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
débordant de courroux ; bouillonnant, profondément agité.
Étymologie: ὑπέρ, κότος.

Greek Monolingual

-ον, Α
υπέρμετρα οργισμένος ή άγριος.
επίρρ...
ὑπερκότως Α
με υπέρκοτο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + κότος «διαρκής οργή, έχθρα, μίσος» (πρβλ. ἔγ-κοτος, ἐπί-κοτος)].

Greek Monotonic

ὑπέρκοτος: -ον, υπερβολικά οργισμένος, σκληρός, σε Αισχύλ.· επίρρ. -τως, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπέρκοτος: жестокосердный, крайне злобный (πάγαι Aesch.).