ἐθελουσίως
From LSJ
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is a performance, you came, you saw, you departed
French (Bailly abrégé)
adv.
volontairement.
Étymologie: ἐθελούσιος.
Russian (Dvoretsky)
ἐθελουσίως: Xen. = ἐθελοντηδόν.