προσθόδομος

From LSJ
Revision as of 07:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσθόδομος Medium diacritics: προσθόδομος Low diacritics: προσθόδομος Capitals: ΠΡΟΣΘΟΔΟΜΟΣ
Transliteration A: prosthódomos Transliteration B: prosthodomos Transliteration C: prosthodomos Beta Code: prosqo/domos

English (LSJ)

ὁ,

   A chief of a house or its former lord, Ἀτρεῖδαι A.Ch. 322 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 766] der vorher das Haus bewohnte, od. der das Haus schirmt, Hort des Hauses, Aesch. Ch. 319.

Greek (Liddell-Scott)

προσθόδομος: ὁ, ὁ ἄρχων ἢ προστάτης οἴκου, ἢ ὁ πρῴην κύριος αὐτοῦ, Αἰσχύλ. Χο. 321

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se tient devant la maison ; p.-ê. protecteur de la maison.
Étymologie: πρόσθεν, δόμος.

Greek Monolingual

ὁ, Α
ο αρχηγός ή προστάτης σπιτικού, νοικοκυριού, ή ο προηγούμενος κύριός του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσθεν + δόμος.

Greek Monotonic

προσθόδομος: ὁ, προηγούμενος κύριος του σπιτιού, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

προσθόδομος: ὁ прежний хозяин или хранитель дома Aesch.