μεταξύτης
ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her
English (LSJ)
[ῠ], ητος, ἡ,
A middle position, A.D.Conj.221.5. 2 mean, = μεσότης, Theol.Ar.50 (pl.). II in Music, interval, διάστημά ἐστι δυοῖν φθόγγων μ. Nicom.Harm.12, cf. 6 (pl.), S.E.M.5.78 (pl.). 2 generally, interval, Cat.Cod.Astr.5(1).192.
German (Pape)
[Seite 151] ητος, ἡ, das Dazwischensein, der Zwischenraum; Nicom. harm. 11; S. Emp. adv. astrol. 78.
Greek (Liddell-Scott)
μεταξύτης: [ῠ], ητος, ἡ, διάστημα μεταξύ, διάλειμμα, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 5. 78.
Greek Monolingual
μεταξύτης, -ητος, ἡ (Α) μεταξύ
1. μέση θέση, το μέσο
2. μεσότητα
3. μουσ. διάστημα
4. διάλειμμα.
Russian (Dvoretsky)
μεταξύτης: ητος (ῠ) ἡ промежуток Sext.