λινόπεπλος

From LSJ
Revision as of 07:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott

Menander, Monostichoi, 490
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐνόπεπλος Medium diacritics: λινόπεπλος Low diacritics: λινόπεπλος Capitals: ΛΙΝΟΠΕΠΛΟΣ
Transliteration A: linópeplos Transliteration B: linopeplos Transliteration C: linopeplos Beta Code: lino/peplos

English (LSJ)

ον,

   A with linen robe, AP6.231 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 49] mit linnenem Gewand, δαίμων, Philp. 107 (VI, 231).

Greek (Liddell-Scott)

λῐνόπεπλος: -ον, ἔχων λινῆν ἐσθῆτα, Ἀνθ. Π. 6. 231.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au voile de lin.
Étymologie: λίνον, πέπλος.

Greek Monolingual

λινόπεπλος, -ον (Α)
αυτός που φορά λινή εσθήτα, λινό φόρεμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -πέπλος (< πέπλος), πρβλ. καλλί-πεπλος, μελάμ-πεπλος].

Greek Monotonic

λῐνόπεπλος: -ον, αυτός που φορά λινό φόρεμα ή λινό πέπλο, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λῐνόπεπλος: одетый в льняные покровы (δαίμων Anth.).