φιλοπράγμων

From LSJ
Revision as of 07:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοπράγμων Medium diacritics: φιλοπράγμων Low diacritics: φιλοπράγμων Capitals: ΦΙΛΟΠΡΑΓΜΩΝ
Transliteration A: philoprágmōn Transliteration B: philopragmōn Transliteration C: filopragmon Beta Code: filopra/gmwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A fond of business; mostly in bad sense, like πολυπράγμων, meddlesome, a busybody, Lycurg.3, Is. 4.30, Jul.Caes.315c; name of a comedy by Crito; τὸ φ., in good sense, Plu.2.515f. Adv. Comp. -έστερον, φ. ἀναφέρειν τι εἰς τὰ ἱερὰ γράμματα Str.17.1.5.

German (Pape)

[Seite 1284] ονος, Beschäftigung liebend, geschäftig, thätig, emsig, auch der sich in fremde Händel mengt, streit- u. proceßsüchtig, unruhig; Is. 4, 30; Lycurg. 3; also wie πολυπράγμων. – Adv. φιλοπραγμόνως.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοπράγμων: γεν. ονος, ὁ ἀγαπῶν τὴν ἐνασχόλησιν, ἀγαπῶν τὴν ἐργασίαν, τὰς ἀσχολίας· ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὡς τὸ πολυπράγμων, ὁ ἀναμιγνυόμενος εἰς ξένας ὑποθέσεις, πολυάσχολος, ἀνήσυχος καὶ περίεργος ἄνθρωπος, Λυκοῦργ. 148. 12, Ἰσαῖος 49. 31· ὄνομα κωμῳδίας τινὸς τοῦ Κρίτωνος· τὸ φιλόπραγμον Πλούτ. 2. 515F. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 154.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui aime à se mêler des affaires d’autrui.
Étymologie: φίλος, πρᾶγμα.

Greek Monolingual

-όπραγμον, ΜΑ
1. αυτός που του αρέσει να ασχολείται με πολλά, πολυπράγμων, πολυάσχολος
2. (με αρνητική σημ.) αυτός που του αρέσει να ανακατεύεται σε ξένες υποθέσεις, περίεργος, αδιάκριτος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόπραγμον
η φιλοπραγμοσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -πράγμων (< πρᾶγμα), πρβλ. πολυ-πράγμων].

Greek Monotonic

φῐλοπράγμων: γεν. -ονος, , , αυτός που αγαπά τις ενασχολήσεις· με αρνητική σημασία, πολυάσχολος άνθρωπος, ανακατωσούρης, κουτσομπόλης, σε Ισαίο.

Russian (Dvoretsky)

φιλοπράγμων: 2, gen. ονος хлопотливый, суетливый, неугомонный Isae.