κατασήπω

From LSJ
Revision as of 08:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ' ἔμφρων πατήρ → Prudente patre bonum non maius filio → Dem Sohn ist ein verständiger Vater größtes Gut

Menander, Monostichoi, 525
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασήπω Medium diacritics: κατασήπω Low diacritics: κατασήπω Capitals: ΚΑΤΑΣΗΠΩ
Transliteration A: katasḗpō Transliteration B: katasēpō Transliteration C: katasipo Beta Code: katash/pw

English (LSJ)

   A cause or allow to rot, X.Cyr.8.2.21:—Pass., rot away, ib.8.2.22; μὴ . . κατὰ Χρόα πάντα σᾰπήῃ Il.19.27; ἕως ἂν κατασαπῇ Pl. Phd.86d; -σαπέντων τῶν καρπῶν CPHerm.6.16 (iii A.D.): so in pf. -σέσηπα Ar.Pl.1035, Philetaer.9.    2 metaph., cause or allow to linger, τοὺς ἀνθρώπους ἐν τοῖς πάθεσι Gal.10.264:—Pass., pine away, -σήπεσθαι ἐπὶ τῆς κλίνης ib.263; πρὸς ταῖς ἀλλοτρίαις θύραις -σαπῆναι Arr.Epict.4.10.20.

Greek (Liddell-Scott)

κατασήπω: κάμνω τι νὰ σαπίσῃ, Ξεν. Κύρ. 8. 2, 22.― Παθ., ἀόρ. β΄ κατεσάπην, καὶ μέλλ. κατασαπήσομαι, σαπίζω, σήπομαι καὶ καταπίπτω, μὴ… κατὰ… πάντα σαπήῃ Ἰλ. Τ. 27· ἕως ἂν τὰ ξύλα κατασαπῇ… καὶ κατασαπήσεσθαι Πλάτ. Φαίδων 86C· πρὸς ταῖς ἀλλοτρίαις θύραις κατασαπῆναι Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 10, 20· ἃ οὐ κατασήπεται Ξεν. Κύρ. 8. 2, 22· οὕτω καὶ ὁ πρκμ. κατασέσηπα Ἀριστοφ. Πλ. 1035.

French (Bailly abrégé)

1 tr. faire pourrir ; au Pass. (f.2 κατασαπήσομαι, ao.2 κατεσάπην) pourrir, être pourri;
2 intr. (au pf. κατασέσηπα) être pourri.
Étymologie: κατά, σήπω.

Greek Monolingual

κατασήπω (AM)
παθ. κατασήπομαι
φθίνω, λειώνω
αρχ.
1. κάνω ή αφήνω κάτι να σαπίσει («τὰ μὲν αὐτῶν κατορύττουσι, τὰ δὲ κατασήπουσι, τὰ δὲ ἀριθμοῡντες...», Ξεν.)
2. αφήνω κάποιον να αποχαυνώνεται («κατασήπειν τοὺς ἀνθρώπους ἐν τοῑς πάθεσι», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + σήπω «κάνω κάτι να σαπίσει»].

Greek Monotonic

κατασήπω: σαπίζω, αφήνω να σαπίσει, σε Ξεν. — Παθ., αόρ. βʹ κατ-εσάπην [ᾰ], Επικ. υποτ. γʹ ενικ. -σαπήῃ, με Ενεργ. παρακ. βʹ κατα-σέσηπα, φύομαι σαπισμένος, αποσυντίθεμαι, σαπίζω.

Russian (Dvoretsky)

κατασήπω: (pass.: fut. 2 κατασαπήσομαι, aor. 2 κατεσάπην)
1) подвергать гниению, гноить, pass. гнить, истлевать (οὔτε κατασήπεσθαι οὔτε λυμαίνεσθαι Xen.; ἐν δεσμωτηρίῳ Plut.): δείδω, μὴ … κατὰ χρόα πάντα σαπήῃ Hom. боюсь, как бы (тем временем) не истлело все тело (Патрокла); ἕως ἂν ἢ κατακαυθῇ ἢ κατασαπῇ Plat. (органические остатки существуют), пока они или не сгорят, или не сгниют;
2) (pf. κατασέσηπα) ирон. гнить, тлеть Arph.