κεράμινος
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
English (LSJ)
η, ον,
A = κεραμεοῦς, Hdt.3.96, 4.70, Anaxil.5, PFlor.388.98 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1420] irden, vom Töpfer gemacht; κύλιξ Her. 4, 70, πίθος 3, 96; B. A. 102, 9.
Greek (Liddell-Scott)
κεράμῐνος: -η, -ον, = κεραμεοῦς, Ἡρόδ. 3, 96., 4. 70, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 7.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
c. κεράμειος.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ κεράμινος, -ίνη, -ον) κέραμος
κατασκευασμένος από κεραμιδόχωμα, πήλινος («εἰς πίθους κεραμίνους τήξας καταχέει», Ηρόδ.).
Greek Monotonic
κεράμῐνος: -η, -ον = κεραμεοῦς, σε Ηρόδ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
κεράμῐνος: глиняный (κύλιξ, πίθος Her.; πλίνθος Xen.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεράμινος -η -ον zie κεραμεοῦς.