κατακλυσμός

From LSJ
Revision as of 11:29, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακλυσμός Medium diacritics: κατακλυσμός Low diacritics: κατακλυσμός Capitals: ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
Transliteration A: kataklysmós Transliteration B: kataklysmos Transliteration C: kataklysmos Beta Code: kataklusmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A flood, Pl.Lg.679d, Arist. Ph.222a23, Stoic. 2.337, Marm.Par.6, etc.; inundation, PMagd.28v. 4 (iii B. C.): pl., Pl.Ti.25c, Lg.677a.    2 metaph., κ. τῶν πραγμάτων political deluge, D.18.214.    II Medic . . affusion, douche, Cael. Aur.TP4.1.1.

German (Pape)

[Seite 1354] ὁ, die Ueberschwemmung, Plat. Legg. III, 677 u. A.; bes. von der deukalionischen Fluth, Plat. Legg. III, 679 d; Plut. Pyrrh. 1; übertr., τῶν πραγμάτων, Vernichtung, Vergessen, Dem. 18, 214.

Greek (Liddell-Scott)

κατακλυσμός: ὁ, πλημμύρα τῶν ὑδάτων, κάλυψις τῆς χώρας δι’ αὐτῶν, Πλάτ. Νόμ. 677Α, 679D, Συλλ. Ἐπιγρ. 2374. 6∙ ἐν τῷ πληθ., Πλάτ. Τίμ. 25C, κ. ἀλλ. 2) μεταφ., κατ. πραγμάτων, λήθη, φθορὰ τῶν.., Δημ. 299. 21.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 inondation;
2 fig. cataclysme.
Étymologie: κατακλύζω.

English (Strong)

from κατακλύζω; an inundation: flood.

English (Thayer)

κατακλυσμοῦ, ὁ (κατακλύζω), inundation, deluge: of Noah's deluge, Sept. for מַבּוּל); Plato, Diodorus, Philo, Josephus, Plutarch.)

Greek Monolingual

ο (AM κατακλυσμός) κατακλύζω
1. πλημμύρα υδάτων που σκεπάζει μεγάλες εκτάσεις (α. «ο κατακλυσμός του Νώε» β. «τῶν προ κατακλυσμοῡ γεγονότων», Πλάτ.)
2. αφθονία, υπερεπάρκεια
νεοελλ.
1. συνεχής και καταρρακτώδης βροχή η οποία προκαλεί πλημμύρα
2. φρ. «φέρνει τον κατακλυσμό» — μεγαλοποιεί κάτι προβάλλοντας ως πρόσχημα εμπόδια και δυσκολίες
αρχ.
ιατρ.
1. κλύσμα
2. πλύσιμο με άφθονο νερό.

Greek Monotonic

κατακλυσμός: ὁ, πλημμύρισμα, ξεχείλισμα· μεταφ., σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

κατακλῠσμός:1) разлив, наводнение Plat., Arst.;
2) потоп Plat., Plut., NT;
3) гибель, уничтожение (τῶν πραγμάτων Dem.).