ἐκναρκάω
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
English (LSJ)
A become quite torpid or sluggish, Plu.Cor.31.
German (Pape)
[Seite 769] gänzlich erstarren, Plut. Cor. 31.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκναρκάω: ἀποναρκοῦμαι, τοῖς ἐκνεναρκηκόσι κομιδῇ καὶ παραλελυμένοις σώμασιν ὁμοίως διέκειτο Πλουτ. Κορ. 31.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être profondément engourdi.
Étymologie: ἐκ, ναρκάω.
Spanish (DGE)
entumecerse, entorpecerse ἐκνεναρκηκότα ... σώματα Plu.Cor.31.
Greek Monotonic
ἐκναρκάω: μέλ. -ήσω, ναρκώνομαι, μουδιάζω εντελώς, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκναρκάω: цепенеть (τὰ ἐκνεναρκηκότα σώματα Plut.).