ζώς
From LSJ
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
English (LSJ)
rarer form for ζωός (q.v.).
Greek (Liddell-Scott)
ζώς: οὐδ. ζών, γεν. ζώ, σπανιώτερος τύπος ἀντὶ ζωός, ὃ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
adj. m;
seul. nomin. et acc. ζών;
c. ζωός.
English (Autenrieth)
acc. ζών: alive, living, Il. 5.887, Il. 16.445.
Greek Monotonic
ζώς: ουδ. ζών, γεν. ζώ = ζωός, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζώς ep. en Ion. voor ζωός.