σκευοποίημα

From LSJ
Revision as of 13:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ἀσμένῳ δέ σοι ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάοςglad wilt thou be when night, arrayed in spangled garb, shuts out the light

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκευοποίημα Medium diacritics: σκευοποίημα Low diacritics: σκευοποίημα Capitals: ΣΚΕΥΟΠΟΙΗΜΑ
Transliteration A: skeuopoíēma Transliteration B: skeuopoiēma Transliteration C: skevopoiima Beta Code: skeuopoi/hma

English (LSJ)

ατος, τό, in pl.,

   A mask and dress of a tragic actor, Id.Crass.33.    II trick, Hyp.Fr. 93.

German (Pape)

[Seite 894] τό, Verfälschung, Erdichtung, listiger Streich, Hyperid. bei Poll. 10, 15; Geräth, Plut. Crass. 33.

Greek (Liddell-Scott)

σκευοποίημα: τό, ἐν τῷ πληθ., τὸ προσωπεῖον καὶ τὰ ἐνδύματα τραγικοῦ ὑποκριτοῦ, Πλουτ. Κράσσ. 33. II. παιγνίδιον, τέχνασμα, δόλος, πανουργία, Ὑπερείδ. παρὰ Πολυδ. Ι΄, 15.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
costume d’un acteur tragique.
Étymologie: σκευοποιός.

Greek Monolingual

-ατος, τὸ, Α σκευοποιῶ
1. τέχνασμα, δόλος, πανουργία
2. (κυρίως στον πληθ.) τὰ σκευοποιήματα
το προσωπείο και τα ενδύματα του ηθοποιού τραγωδίας («τὰ μὲν τοῡ Πενθέως σκευοποιήματα παρέδωσε τινι τῶν χορευτῶν», Πλούτ.).

Greek Monotonic

σκευοποίημα: τό, στον πληθ., ενδυμασία του ηθοποιού της τραγωδίας, θεατρικό κοστούμι, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκευοποίημα -ατος, τό [σκευοποιέω] product, spec. toneelkleding of requisieten. Plut. Crass. 33.4.