ἀκροτελεύτιον
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
English (LSJ)
τό,
A fag-end of anything, esp. of verse or poem, Th.2.17, Phryn. Com.86: generally, τοῦ γήρως Vit.Philonid. p.8 C.:—burden, chorus, D.C.63.10.
German (Pape)
[Seite 85] τό, das äußerste Ende, Schluß eines Gedichtes u. dgl., Thuc. 2, 17; des Briefes, Cic. Att. 5, 21; adj., ganz zuletzt, ἔπος B. A. 963.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκροτελεύτιον: τό, τὸ ἄκρον, ἡ παρυφή, τὸ «κενάρι» παντὸς πράγματος, ἰδίως ἐπὶ στίχου ἢ ποιήματος, Θουκ. 2.17, Φρύν. Α. Β. 369· ἐντεῦθεν, τὸ περιοδικῶς ἐπαναλαμβανόμενον μέρος τοῦ ᾄσματος, ἐπῳδός, πρβλ. Δίων. Κ. 63. 10.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
ce qui est tout à la fin (d’un vers, d’un poème, etc.).
Étymologie: ἄκρος, τελευτή.
Greek Monotonic
ἀκροτελεύτιον: τό, η κατάληξη ενός στίχου ή ποιήματος, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκροτελεύτιον: τό конец, окончание, заключительная часть (Πυθικοῦ μαντείου Thuc.).