ἀλλοτριοπραγμοσύνη
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
English (LSJ)
ἡ,
A meddlesomeness, Pl.R.444b, Procl. in Alc.p.14 C.
German (Pape)
[Seite 106] ἡ, neben πολυπραγμοσύνη, = -πραγία, Plat. Rep. IV, 144 b.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
ingérence dans les affaires d’autrui.
Étymologie: ἀλλότριος, πρᾶγμα.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
intromisión ἀλλοτριοπραγμοσύνην ... μέρους τινὸς τῷ ὅλῳ τῆς ψυχῆς Pl.R.444b, ἀπὸ τῆς εἰς τὰ ἔξω βλεπούσης ὁρμῆς καὶ τῆς ἀλλοτριοπραγμοσύνης Procl.in Alc.14.
Greek Monolingual
ἀλλοτριοπραγμοσύνη, η (Α) ἀλλοτριοπράγμων
η αλλοτριοπραγία.
Greek Monotonic
ἀλλοτριοπραγμοσύνη: ἡ (πρᾶγμα), ανάμειξη σε ξένες υποθέσεις, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀλλοτριοπραγμοσύνη: ἡ Plat. = ἀλλοτριοπραγία.